νεανικότητα

νεανικότητα
η (Α νεανικότης) [νεανικός]
νεανική ηλικία
νεοελλ.
1. η ιδιότητα τού νεανικού, ζωτικότητα, θαλερότητα, ορμητικότητα
2. μτφ. σφρίγος, διάθεση, όρεξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεανικότητα — η η ιδιότητα του νέου, η ζωτικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τιθωνός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Λαομέδοντα και της Στρυμώς, και αδελφός του Πριάμου. Τον ερωτεύτηκε η Ηώς, η θεά της αυγής, και απέκτησαν μαζί τον Μέμνονα. Η Ηώς παρακάλεσε τον Δία να κάνει τον Τ. αθάνατο, αλλά λησμόνησε να του ζητήσει να του… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • νεανιότης — νεανιότης, ἡ (Α) [νεανίας] 1. νεανικότητα 2. φλογερότητα, πάθος …   Dictionary of Greek

  • Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Μυκόνου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Mυκόνου είναι ένα από τα παλαιότερα της Eλλάδας. Xτίστηκε αρχικά, σε λιτό νεοκλασικό σχέδιο, το 1905, για να στεγάσει τα σημαντικά ευρήματα από τη γειτονική Pήνεια. Tη σημερινή κυκλαδίτικη μορφή του απέκτησε μετά τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”